νηστευτικός

νηστευτικός
νηστευτικός, -ή, -όν (Μ) [νηστευτής]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νηστεία
2. αυτός που αρέσκεται στη νηστεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”